ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
Δεκεμβρίου 07, 2023
0
Η αποχή και η επιστολική ψήφος - Του Σπύρου Εργολάβου
Η αποχή από τις εκλογές που τον περασμένο Ιούνιο ξεπέρασε το 47%, πρέπει, όπως φαίνεται, να ανησύχησε ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, και οπωσδήποτε και τη σημερινή κυβέρνηση. Η ανησυχία δε αυτή, από άποψη ύπαρξης και λειτουργίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος,είναι απόλυτα δικαιολογημένη και δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορους και μας τους πολίτες.
Αν σκεφτούμε, ως πολίτες, συνειδητά και υπεύθυνα, αυτού του είδους και του βαθμού η αποχή πρέπει να μας προβληματίσει αλλά με κριτήρια διαφορετικά από αυτά που προβληματίζουν τους πολιτικούς.
Και αυτό γιατί, όπως επιβεβαιώνει η πολιτική ιστορία της χώρας μας, όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης τα κριτήρια των πολιτικών μας ήταν καθαρά κομματικά, εξουσιαστικά,ενώ τα δικά μας κριτήρια πρέπει να είναι καθαρά πολιτικά.
Από την εποχή του Αριστοτέλη, για τον οποίο ο άνθρωπος «ζώον πολιτικόν εστί» -άποψη η οποία έκτοτε έγινε αποδεκτή από όλον τον κόσμο- είναι των αδυνάτων αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς οποιοδήποτε κλάδο της ανθρώπινης πνευματικής ενέργειας από την πολιτική. Γιατί ο άνθρωπος ούτε σαν άτομο, που ουσιαστικά δεν υπάρχει, ούτε σαν σύνολο μπορεί να μεταβληθεί ποτέ σ’ ένα απλό και μόνο θεωρητικό πλάσμα.
Ζωή σημαίνει ενέργεια και τρόπος ενέργειας. Τρόπος ενέργειας σημαίνει πολιτική, γιατί δεν υπάρχει ενέργεια του ανθρώπου, που δεν είναι κοινωνικά καθορισμένη. Με αυτή τη σκέψη ο Αριστοτέλης που προσδιόρισε με ακρίβεια την κοινωνικότητα του ανθρώπου, πρόσθεσε πως αν ο άνθρωπος δεν ήταν κοινωνικό ον θα έπρεπε να είναι ή θεός ή θηρίο. Θεός, κατά τη μυθολογία, θέλησε να γίνει, αλλά δεν το πέτυχε• θηρίο γίνεται οποιαδήποτε στιγμή θέλει, και μάλιστα δεν είναι ανάγκη να πάει στη ζούγκλα για να εκδηλώσει τις θηριώδεις τάσεις του• τις εκδηλώνει και μέσα στην κοινωνία, αν αυτή δεν είναι πολιτικά οργανωμένη.
Και τι χρειάζεται μια κοινωνία για να οργανωθεί πολιτικά; Αυτό το υποδηλώνει η ίδια η λέξη, τη στιγμή που η λέξη πολιτική σχετίζεται ετυμολογικά με τη λέξη πολίτης και αυτή, με τη σειρά της, με τη λέξη πόλη. Μέσα σε μια πόλη, λοιπόν, ζουν και οργανώνονται οι πολίτες• οι οργανωμένοι πολίτες στην αρχαία Αθήνα αποτελούσαν το «δήμο», ο οποίος έπαιρνε την εξουσία στα χέρια του και το πολίτευμα που καθιέρωσε το ονόμαζε Δημοκρατία.
Τα συστατικά μιας Δημοκρατίας μας τα δίνει ο Αριστοτέλης, στο βιβλίο του «Αθηναίων Πολιτεία», στο οποίο γράφει: «Απάντων γαρ αυτός εαυτόν πεποίηκεν ο Δήμος κύριον, και πάντα διοικείται Ψηφίσμασι και δικαστηρίοις, εν οις ο Δήμος εστίν ο κρατών». Αυτή ήταν η Δημοκρατία. Τότε όμως κάθε πόλη ήταν κράτος, η Δημοκρατία ήταν άμεση, οι πολίτες συμμετείχαν ενεργά σ’ αυτήν, έδειχναν άμεσο ενδιαφέρον για τα κοινά, γιατί αν δεν το έκαναν, από την εποχή του Σόλωνα εντάσσονταν στους «άτιμους», δηλαδή στερούνταν τα πολιτικά τους δικαιώματα, και κατά την εποχή του Περικλή θεωρούνταν «αχρείοι», δηλαδή άχρηστοι.
Από τότε όμως που δημιουργήθηκαν τα κράτη, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, το πολίτευμα, από άμεσο που ήταν στην Αρχαιότητα, έγινε υποχρεωτικά αντιπροσωπευτικό, ισχύουν οι εκλογές με τις οποίες εκλέγουμε τους αντιπροσώπους μας και το πολίτευμα το ονομάζουμε Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Αυτή η αλλαγή στην πολιτική ζωή των ανθρώπων απασχόλησε τη διανόηση, ιδιαίτερα στη Γαλλία, την εποχή των φώτων, όπως ονομάστηκε ο 18ος αιώνας, η οποία μάλιστα πήρε ξεκάθαρη θέση πάνω στο θέμα.
Τη σκυτάλη την πήρε πρώτος ο Ρουσσώ ο οποίος στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» έγραψε: «Οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι επειδή εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους, κάθε πέντε χρόνια, πλην όμως είναι ελεύθεροι μόνο μια μέρα, κάθε πέντε χρόνια, την ημέρα των εκλογών».
Τον ακολούθησε ο Μοντεσκιέ, ο οποίος στο έργο του «Το Πνεύμα των Νόμων», με τη δημοσίευση του οποίου ειπώθηκε ότι «ο πολιτικός διαφωτισμός του Αριστοτέλη μεταφέρθηκε στην Ευρώπη του 18ου αιώνα», θεωρεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της Δημοκρατίας τη διάκριση των εξουσιών -γνωστή από την εποχή του Αριστοτέλη- και επισημαίνει:
«Δεν υπάρχει ελευθερία και δημοκρατία, όταν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο διοικητικό σώμα η νομοθετική με την εκτελεστική εξουσία».
Να, λοιπόν, γιατί είπα πιο πάνω ότι τα δικά μας κριτήρια πρέπει να είναι πολιτικά και όχι κομματικά, όπως είναι των πολιτικών. Και για να συμβαίνει αυτό πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 1 του Συντάγματός μας που ορίζει ρητά ότι «θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία».
Λαϊκή κυριαρχία σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα, όπως είναι και το δικό μας, υπάρχει όταν η αντιστοιχία των ψήφων του λαού στις εκλογές συμπίπτει με τον αριθμό των βουλευτών του κάθε κόμματος .
Ας πάρουμε ως παράδειγμα τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Πήρε το πρώτο κόμμα 41%. Έπρεπε να πάρει 41 επί 300 δια 100, 123 βουλευτές, λέει η λαϊκή κυριαρχία. Πήρε όμως πάνω από 150 και κυβερνάει. Να λάβετε δε υπόψη σας ότι από το 1964 μέχρι σήμερα, μόνο δυο κυβερνήσεις είχαν την κατοχυρωμένη συνταγματικά λαϊκή κυριαρχία: Η Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964 και η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1975. Όλες οι άλλες κυβερνήσεις ήταν κυβερνήσεις μειοψηφίας.
Ασφαλώς ένα μέρος της αποχής του περασμένου Ιουνίου οφείλεται σε κριτήρια πολιτικά, γιατί έπαψε να έχει εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα και στο πολιτικό σύστημα• άλλο ένα σε τεχνοκρατικά, τα οποία επιδιώκει η πολιτική ηγεσία να ικανοποιήσει με την επιστολική ψήφο. Για τα πολιτικά όμως κριτήρια, στα οποία βρίσκεται η ουσία του θέματος ούτε λόγος να γίνεται. Εδώ είναι το πρόβλημα...!
Σπύρος Εργολάβος