Οι γυναίκες της Πίνδου -
Ένα ποίημα του Κων/νου Τζέκη
Α
Πάνω από τα όρια και πέρα από την ομίχλη της λογικής.
Εκεί που ο άνθρωπος νικά ανίκητα φαινόμενα.
Εκεί που η μοίρα αδυνατεί να καταγράψει στα κατάστιχα,
σελίδες ηρωισμού και αυταπάρνησης.
Εκεί που νικιέται η αλαζονεία και ο εγωισμός,
από τον σπόρο που γεννά Ελευθερία ή θάνατο
Εκεί αντραλίζεται η ιστορία
ανήσυχη για τα συμβαίνοντα
και προσεύχεται νικημένη και αδύναμη
Β
Εκεί ο χάροντας χαμογελά
στους άπληστους για αίμα και δόξα ανίερη
και μένει ακαμάτης γι’ αυτούς που τον νικούν
πριν γυμνούς τους αντικρύσει το ήλιος.
Εκεί λύπη και νεκροί δεν ανταμώνουν.
Εκεί ο αέρας σταμάτησε
να σπρώχνει τις κορφές των θυμωμένων κυπαρισσιών.
Εκεί ο λύκος ντροπιασμένος δεν αλυχτά στις έρημες σπηλιές.
Εκεί η τύχη, άτυχη, παίρνει το δρόμο της για τη λησμονιά
και το παιδί πεινά μα δεν κυλά κανένα δάκρυ στο μάγουλό του
Γ
Άσπρα τα βουνά απάτητα απ’ τα χιόνια
και η δόξα που να βρει μυρτιάς κλώνια,
στεφάνι δόξας να τους νεκροστεφανώσει,
τους αθάνατους που το βόλι έχει προδώσει.
Που να βρει βωμό να θυσιάσει.
Που να βρει χώμα τους νεκρούς να σκεπάσει.
Άταφοι και παγωμένοι απ’ το κρύο
ζεσταίνουν το μελάνι αθάνατη ιστορία
Και με το αίμα τους γράφουν ανεξήγητη απορία
Δ
Εκεί που το χιόνι, η αντάρα και το σύννεφο,
αντάμα με το μίσος, την αλόγιστη δόξα
και το μοιρολόι του βοσκού
που κατάπιε τη μαγική φλογέρα του,
πολεμούν το πράσινο της Πίνδου και το γαλάζιο του ουρανού.
Εκεί ο ήλιος θαμπός και κουρασμένος δεν ανάβει το καντήλι του.
Ε
Συρμοί βημάτων κουρασμένων απ το βάρος και την κακουχία.
Αγωνία κρυμμένη στις μαύρες φορεσιές και τα τσεμπέρια.
Σκυμμένες πλάτες απ τα χρόνια και τον κάματο.
Ατάραχες απ τον αέρα που λυσσομανά
και σπρώχνει με μανία το χιόνι,
λες και το ‘βαλε πείσμα να κλείσει
τις προσβάσεις των στενοσόκακων,
και τα κλαδιά από το βάρος του παγωμένου απομεσήμερου,
στήνουν εμπόδια μα όχι για τις αδάμαστες
και ακούραστες γυναίκες της Πίνδου.
Αυτές που κουβάλησαν
την οπτασία της αρραβωνιαστικιάς
στον φαντάρο που στέκεται
απέναντι απ’ το βόλι του θανάτου.
Αυτές που σφάλισαν τα ζώα στα χειμαδιά,
τα ανήλικα παιδιά κλειδαμπάρωσαν στις αποθήκες
και βγήκαν στο στρατί
κατά το μέτωπο φορτωμένες με ευλογία και ψωμί.
Αυτές που δεθήκαν στη σειρά
χέρι-χέρι σφιχτά δεμένες
και τιθάσευσαν την ορμή του χείμαρρου
για να στηθεί πέρασμα ζωής και ελπίδας.
Άτρωτες απ τα βόλια και τα κανόνια
που βρυχώνται και σκάνε δίπλα τους,
που ξερνούν θάνατο, πυρακτωμένες σάρκες
και ανασηκώνουν φράχτες χιονιού
και λιωμένου σίδερου.
Εμπρός άσαρκες θαρρείς
με το εμβατήριο στο στόμα
και την ντοπιολαλιά
που τραγουδά μακρόσυρτα
τα πάθη του πληγωμένου από έρωτα παλληκαριού
μα όχι από θάνατο, ποτές.
Βαδίζουν αλίκνιστες
με τη ψυχή στα Ανοιξιάτικα λιβάδια
και τον τρανό χορό του Αύγουστου.
Με χίλιες έννοιες στα ανήσυχα μυαλά τους
για τα χειμαδιά των προβάτων
μα όχι των παιδιών τους που φόρεσαν χακί
και ανταμώνουν καθημερνά τον χάροντα
Ιταλό στολισμένο με φτερά και πλουμιστά
Παράσημα, μα φοβισμένο θρεφτάρι της καλοπέρασης,
που το ‘στειλαν στην Πίνδο, να διδάξει ιστορία
και σκόνταψε στα θυμωμένα βράχια της αετοφωλιάς.
Εκεί, εκεί η Σουλιώτισσα
ξανανάβει το τρεμάμενο καντήλι της αθανασίας
εκεί η γυναίκα της Πίνδου
σηκώνει το βάρος της ιστορίας
στα κουρασμένα και ροζιασμένα
απ τον κάματο χέρια.
Ποδοπατά με τα τρύπια τσουράπια
τα γυαλισμένα κανόνια του εχθρού
και κοροϊδεύει τα αεροπλάνα
που περνούν τρομάζοντας τα αγρίμια
και τα αετόπουλα, που σπέρνουν
θάνατο και ντροπή
για την άδικη και ακαταλαβίστικη απειλή.
Ορθώνει ανάστημα τρις θεόρατο
και αστραποβολά από θυμό και πείσμα.
Νικά τη βαρύτητα και την αντοχή.
Φορτωμένη σαν μουλάρι με τα αναγκαία
για τα παιδιά της, τα παιδιά της Ελλάδας της
που χαμογελαστά περιγελούν
και τρομάζουν την ξακουστή Τζούλια,
Σαν τον άξεστο, στο πρωτόβγαλτο κορίτσι
που τρέμει από αγωνία και προσμονή.
Αέρα στον αέρα
που λυσσομανά και τις αναγκάζει
να κοντοπατούν και να σέρνονται
κατάφορτες μες την παγωνιά
μα ολόθερμες για την Ελευθερία.
Σαν ξαποστάσουν στο ρυάκι που τρέχει
κόκκινο από το αίμα των ηρώων
και τυλιχθούν με τα κουρέλια
που έγιναν προβιές και ο ύπνος
απ’ την κούραση και την ένταση τις κυριεύσει
έρχεται η ζωή και της θυμίζει το χρέος
σαν διαθήκη του Ζάλογγου, σαν τον παπά
στο Κούγκι, σαν τον θυμωμένο δικέφαλο
που ξερίζωσαν τις ρίζες του, σαν
Ελευθεριά του Σολωμού.
ΣΤ
Τιμή στις γενιές που διδάσκονται
από ηρωισμούς και πράξεις ανείπωτες
αφανών ηρώων.
Τιμή στις εθελόντριες για το απόσπασμα μητέρες
Τιμή στις αδάμαστες λεβεντογένες Ηπειρώτισσες
Τιμή στην αδούλωτη ελευθερία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου